συναγκεια

συναγκεια
    συνάγκεια
    συν-άγκεια
    ἥ долина, ущелье Polyb., Diod. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συναγκεια" в других словарях:

  • συναγκείᾳ — συναγκείᾱͅ , συνάγκεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγκεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] …   Dictionary of Greek

  • συναγκείας — συναγκείᾱς , συνάγκεια fem acc pl συναγκείᾱς , συνάγκεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγκείᾳ — συναγκείᾱͅ , συνάγκεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάγκεια — συνάγκεια , συνάγκεια fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγκειῶν — συνάγκεια fem gen pl συνανάκειμαι recline together fut part act masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγκείαις — συνάγκεια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγκείαισι — συνάγκεια fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγκειαι — συνάγκεια fem nom/voc pl συνανάκειμαι recline together pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάγκειαν — συνάγκεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»